- αληθινολάλος
- ἀληθινολάλος, ο, η (Μ)αυτός που λέει, που διακηρύσσει την αλήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + -λάλος < λαλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… … Dictionary of Greek